Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολόχιον — μολόχιον, τὸ (ΑΜ) μσν. η μολόχα αρχ. βλ. μαλάχιον … Dictionary of Greek
μαλάχιον — και μαλάκιον και μολόχιον, τὸ (Α) [μαλάχη] γυναικείο κόσμημα που φοριόταν γύρω από τον λαιμό, περιδέραιο … Dictionary of Greek